- γυμνάζονται
- γυμνάζωtrain nakedpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SACCULI — item Folles, Graecis κώρυκοι et ςάκται, inter vasa seu instrumenta, quibus olim Athletae exercebantur, numerantur Polluci, cum ςάκτην, μάρ???ιππον et ςάκκον in eorum censu locat. Erant illi, vel tomento farti, vel aliâ re pleni, quae gravem ictum … Hofmann J. Lexicon universale
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… … Dictionary of Greek
θηρονόμος — θηρονόμος, ον (Α) 1. (για όρος) αυτός που τρέφει ή έχει άγρια ζώα 2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που βόσκει θηρία, ζώα 3. (για το μαστίγιο) αυτός με τον οποίο οδηγούνται τα ζώα ή γυμνάζονται θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + νόμος (< νέμω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
εφηβείο — Τμήμα του αρχαίου γυμνασίου. Ήταν το κυριότερο διαμέρισμα της παλαίστρας και του γυμνασίου, το οποίο προοριζόταν για να γυμνάζονται οι έφηβοι. Βρισκόταν στη μέση του οικοδομήματος, προς τη νότια πλευρά, και σχημάτιζε μια ευρύτερη εξέδρα με… … Dictionary of Greek
αλτήρας — ο (συνήθως στον πληθ., αλτήρες όργανο από δυο σιδερένιες σφαίρες που συνδέονται με λαβή και το οποίο χρησιμοποιούν οι αθλητές όταν γυμνάζονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδινός — ή, ό λεπτοκαμωμένος, λυγερός: Μερικοί από τους νέους που γυμνάζονται έχουν σώμα ραδινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)